ἀστυνόμης

ἀστυνόμης
ἀ̱στυνόμης , ἀστυνομέω
to be an
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)
ἀστυνομέω
to be an
imperf ind act 2nd sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Ἀστυνόμης — Ἀστυνόμη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Καπανεύς — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας του Άργους, ήταν γιος του Ιππονόου και της Αστυνόμης, καθώς και ανιψιός του Άδραστου από τη μητέρα του. Υπήρξε ένας από τους πιο ανδρείους και πιο τολμηρούς πολεμιστές στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβαις. Κυρίευσε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”